- ἐμβάλοιμεν
- ἐμβάλλωthrow inaor opt act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσαιτώ — έω, ΜΑ [αἰτῶ] ζητώ με παρακλήσεις ελεημοσύνη από κάποιον, ζητιανεύω αρχ. 1. ζητώ, απαιτώ κάτι επιπροσθέτως 2. έχω επί πλέον ανάγκη από κάτι για κάποιο σκοπό («εἰ μὴ πλείονας ἀνθρώπους ἢ ὅσους αὐτὰ τὰ ἔργα προσαιτοίη κατ ἐνιαυτὸν ἐμβάλοιμεν»,… … Dictionary of Greek